- κακοπερνώ
- κακοπερνώ και κακοπερνάω κακοπέρασα, κακοπερασμένος, ταλαιπωρούμαι, περνώ άσκημα: Κακοπεράσαμε στην εκδρομή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κακοπερνώ — κακοπερνάω / κακοπερνώ, κακοπέρασα βλ. πίν. 68 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κακοπερνώ — άω 1. περνώ άσχημα, ζω με στερήσεις, κακοζώ 2. υποφέρω, ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι («κακοπεράσαμε στο ταξίδι») … Dictionary of Greek
αδικοπερνώ — ( άω) περνάω άσχημα, κακοπερνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδικο * + περνώ] … Dictionary of Greek
ακακοπέραστος — η, ο [κακοπερνώ] αυτός που δεν κακοπέρασε, που δεν δυστύχησε στη ζωή του, ο αταλαιπώρητος … Dictionary of Greek
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek
κακοπέραση — και κακοπερασιά, ή [κακοπερνώ] φτωχική, στερημένη ζωή … Dictionary of Greek
κακοπερνάω — / κακοπερνώ, κακοπέρασα βλ. πίν. 68 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ψευτοζώ — ζω με στερήσεις, κακοπερνώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψευτοπερνώ — και ψευτοπερνάω ψευτοπέρασα, ψευτοζώ, ζω με δυσκολίες, κακοπερνώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)